Saturday, April 28, 2007




Υπερκινητικότητα: μια πρακτική προσέγγιση


Η διάσπαση προσοχής και η υπερκινητικότητα οφείλονται σε εγκεφαλική δυσλειτουργία. Το παιδί ή ο ενήλικας δυσκολεύεται να αξιολογήσει και να επεξεργαστεί τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εστιάσει την προσοχή του σε κάποιο από αυτά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σα να βρίσκεται σε ένα δωμάτιο με πολλά ανοιχτά παράθυρα και να βομβαρδίζεται από ερεθίσματα και εικόνες , έχοντας δυσκολία να δώσει προτεραιότητα σε κάποιες από αυτές και να οργανώσει όλα αυτά που βλέπει και ακούει.
Τα παιδιά αυτά συνήθως δυσκολεύονται να παραμείνουν στη θέση τους για πολλή ώρα ενώ πολύ εύκολα διασπάται η προσοχή τους από διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα. Αντιμετωπίζουν δυσκολία στο να επικεντρωθούν σε ένα παιχνίδι ή να περιμένουν τη σειρά τους. Συχνά οι κινήσεις τους είναι βιαστικές και αδέξιες, με αποτέλεσμα συχνά να κτυπούν σε έπιπλα ή να πέφτουν. Οι ζωγραφιές τους ή οι χειροτεχνίες τους είναι συνήθως κακότεχνες ή μισοτελειωμένες ενώ τις περισσότερες φορές ξεχνούν ή χάνουν τα πράγματα τους. Δείχνουν να μην ακούνε τι τους λέει κανείς , διακόπτουν και μιλάνε ακατάπαυστα. Τέλος, σκέπτονται και ενεργούν παρορμητικά , με αποτέλεσμα να εκθέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορεί να υποδηλώνουν ή να συνυπάρχουν με κάποια άλλη διαταραχή, της οποίας μέρος είναι και η διάσπαση της προσοχής .
Όσο για τα αίτια, τώρα, που δημιουργούν το σύνδρομο, ακόμη δεν ενοχοποιείται σαφώς κάτι συγκεκριμένο. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπάρχουν διαφορετικές σχολές ερμηνείας με διαφορετικές απόψεις. Το έγκυρο ιατρικό περιοδικό The Lancet αναφέρει ότι ομάδα ψυχολόγων του Κέντρου Ανάπτυξης του Παιδιού, που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Ίρβιν, υποστηρίζει ότι, με τις νέες τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου, αποδεικνύεται η ύπαρξη σημαντικών διαφορών στους εγκεφάλους ορισμένων ανθρώπων που πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο και στους εγκεφάλους των ανθρώπων που πάσχουν από υπερκινητικότητα. Οι διαπιστώσεις αυτές υποδεικνύουν ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διαταραχές αυτές έχουν βιολογική βάση.
Ορισμένες γενετικές μελέτες συνδέουν συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών με δύο γονίδια που εμπλέκονται στη λειτουργία της ντοπαμίνης, ενός πολύ σημαντικού νευροβιβαστή, ο οποίος παίζει κρίσιμο ρόλο στη μεταβίβαση μηνυμάτων στο δίκτυο που συνδέει τους μετωπιαίους λοβούς με άλλες περιοχές του εγκεφάλου. Οι επιστήμονες εικάζουν ότι ενδεχόμενες βλάβες στα δύο αυτά γονίδια εμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη των εγκεφαλικών δικτύων στη διάρκεια της εμβρυακής ανάπτυξης. Άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα δίκτυα αυτά είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα σε διάφορες βλάβες, αν κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων της εμβρυακής ανάπτυξης το έμβρυο εκτεθεί σε αυξημένα επίπεδα στρες. Μια πολύ πρόσφατη έρευνα, πάλι, μιλάει για ανωμαλία της χημείας του εγκεφάλου που αφορά συγκεκριμένους νευροδιαβιβαστές, τις κατεχολαμίνες.
Όποια, πάντως, κι αν είναι η γενεσιουργός αιτείς, η θεραπευτική αγωγή και η αντιμετώπιση διαφέρουν από ήπειρο σε ήπειρο. Στις Η.Π.Α. χρησιμοποιούνται, ευρύτατα, διεγερτικές φαρμακευτικές ουσίες,, και στο 70% με 80% των ασθενών διαπιστώνεται βελτίωση της παρορμητικότητας. Τα φάρμακα αυτά, πιθανώς, δρουν αυξάνοντας τη δραστηριότητα της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Στην Ευρώπη, όπου η συνταγογράφηση διεγερτικών ουσιών ελέγχεται αυστηρά από τη νομοθεσία, η αντιμετώπιση της διαταραχής αρχίζει, συνήθως, με ψυχοθεραπεία, που, όπως υποστηρίζουν οι Αμερικανοί ερευνητές, έχει περιορισμένα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την υπερκινητικότητα, αλλά μειώνει σημαντικά την επιθετικότητα που εκδηλώνει το 50% των ασθενών. Ευρωπαίοι, πάντως, ειδικοί επισημαίνουν ότι τα προβλήματα υπερκινητικότητας στην παιδική ηλικία είναι πολυσύνθετα και στον ορισμό και στην αντιμετώπισή τους και προτείνουν μια θεραπευτική προσέγγιση που δε θα εστιάζεται στη χορήγηση φαρμάκων, αλλά στο περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί. Είναι ασφαλώς δύσκολο να γενικεύουμε , μια και το μέγεθος των δυσκολιών κυμαίνεται ή διαφέρει από παιδί σε παιδί . Υπάρχει μεγάλη ποικιλία μοντέλων θεραπευτικής αγωγής, που διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε παιδιού και της οικογένειας του.
Υπάρχουν ομάδες ειδικοτήτων που συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να συμβάλλουν στην μέγιστη δυνατή αποκατάσταση. Μια τέτοια ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει τον ιατρό, τον εργοθεραπευτή, τον λογοθεραπευτή, τον ειδ. παιδαγωγό και τον εκπαιδευτικό. Αυτό είναι αυτονόητο μια και τις περισσότερες φορές επηρεάζονται διάφοροι τομείς ανάπτυξης του παιδιού όπως είναι η κατανόηση, ο λόγος , η λεπτή και αδρή κινητικότητα , η κοινωνικότητα κ.λ.π που επηρεάζουν άμεσα ο ένας τον άλλο και συνολικά την εξέλιξη του παιδιού. Ο ιατρός, είναι σε κάθε περίπτωση ο αρμόδιος για να αποφασίσει κατά περίπτωση, για το αν το παιδί θα ακολουθήσει και φαρμακευτική αγωγή. Παρά τα θετικά αποτελέσματα η θεραπεία με χρήση φαρμάκων δεν είναι ‘’ πανάκεια ‘’ και δεν είναι αρκετή.

Εδώ κρίνουμε απαραίτητη την αναφορά στο έργο και στους στόχους του εργοθεραπευτή.
Ο εργοθεραπευτής χρησιμοποιεί δραστηριότητες και προσπαθεί να προσαρμόσει το περιβάλλον του παιδιού ώστε να αυξήσει τις ικανότητες του και να γίνει λειτουργικότερο προκειμένου να ενταχθεί κανονικά στο σχολικό περιβάλλον. Θα αξιολογήσει δυσκολίες σε τομείς αδρής και λεπτής κινητικότητας, οπτικοκινητικού συντονισμού και θα συνεργαστεί με τον παιδαγωγό ή τον εκπαιδευτικό προκειμένου να ορίσουν ρεαλιστικούς στόχους αλλά και μοντέλα χειρισμών για την γενίκευση του προγράμματος.
Τα βήματα που ακολουθούμε είναι σταδιακά, προσπαθώντας να βρισκόμαστε κάθε φορά κοντά στις πραγματικές γνώσεις και ικανότητες του παιδιού, ώστε το ίδιο το παιδί να μπορεί να παρακολουθεί και να εκτελεί ευχάριστα. Είναι πολύ βασικό να περνάει καλά το ίδιο το παιδί την ώρα που είναι μαζί μας. Σταδιακά μπορούμε να αυξάνουμε το βαθμό δυσκολίας σε όλους τους τομείς και να επιτυγχάνουμε την μέγιστη δυνατή απόδοση.
Σε παιδιά με έντονη διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα θα προσφέρουμε ποικιλία δραστηριοτήτων ώστε να μην χάνει το ενδιαφέρον του, με καθορισμένη αρχή και τέλος και γρήγορες εναλλαγές , ώστε να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο ‘’δουλεύοντας’’ μαζί μας ή με τους γονείς του. Σταδιακά αυτά αλλάζουν και οι χρόνοι συγκέντρωσης και απασχόλησης αυξάνουν.
Τα παιδιά αυτά συχνά είναι αδέξια, ‘’τσαπατσούλικα’’. Προσπαθούμε σε αυτούς τους τομείς να τα οργανώσουμε καλύτερα σε ότι αφορά την κίνηση τους αλλά και τον προσανατολισμό τους στον χώρο που κινούνται. Ο συντονισμός ματιού - χεριού και ο συντονισμός των χεριών και των δακτύλων μεταξύ τους (η λεγόμενη λεπτή κίνηση) είναι ένας άλλος τομέας παρέμβασης της εργοθεραπείας και περιλαμβάνει τις λαβές που το παιδί πιάνει και χειρίζεται μολύβια, ψαλίδια ή άλλες κατασκευές σύμφωνα με την ηλικία του. Αυτό πάντως που θα καθορίσει την προσέγγιση μας είναι και ο χαρακτήρας κάθε παιδιού. Δεν είναι ποτέ δεδομένο πως θα ξεκινήσουμε. Έχουμε τους στόχους μας αλλά τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε κάθε φορά, ο τρόπος με τον οποίο θα προσεγγίσουμε το παιδί είναι εντελώς ξεχωριστός . Άλλωστε για άλλα παιδιά είμαστε οι φίλοι τους και έρχονται εδώ για να παίξουν και για άλλα είμαστε οι ‘’δάσκαλοι’’ και έρχονται για να κάνουν το μάθημα τους. Ο εργοθεραπευής χρησιμοποιεί δραστηριότητες και προσπαθεί να προσαρμόσει το περιβάλλον του παιδιού ώστε να αυξήσει τις ικανότητές του και να γίνει λειτουργικότερο, προκειμένου να ενταχθεί κανονικά στο σχολικό περιβάλλον. Θα αξιολογήσει δυσκολίες σε τομείς αδρής και λεπτής κινητικότητας, οπτικοκινητικού συντονισμού και θα συνεργαστεί με τον παιδαγωγό ή τον εκπαιδευτικό, προκειμένου να ορίσουν ρεαλιστικούς στόχους, αλλά και μοντέλα χειρισμών για τη γενίκευση του προγράμματος. Η επισήμανση μας είναι ότι το πρόγραμμα του παιδιού πρέπει να έχει ‘’ 24η βάση ‘’. Να ξεκινάει δηλαδή από τον παιδικό σταθμό - εφόσον πηγαίνει - να συνεχίζουμε εμείς και κατόπιν να συνεχίζεται στο σπίτι. Σε καμία περίπτωση ο θεραπευτής δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον γονιό, ούτε ο γονιός τον θεραπευτή. Όμως κάποιες δραστηριότητες , κάποιες ιδέες για το πως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κάποια πράγματα , κάποια μοντέλα χειρισμών πρέπει να είναι κοινά. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει ένας κοινός μεταξύ μας κώδικας και να βοηθάμε έτσι το παιδί και όχι να το μπερδεύουμε. Για παράδειγμα, ένα υπερκινητικό παιδί δεν μπορούμε να το αφήνουμε να κινείται ανεξέλεγκτα και χωρίς όρια στο χώρο του αλλά ούτε να του εμποδίζουμε ή να του απαγορεύουμε κάθε κίνηση ή άλλη εκδήλωση της διαταραχής του. Μπορούμε όμως να του δώσουμε κάποιο χρόνο - ένα διάλλειμα - που θα μπορεί να το κάνει. Και από την στιγμή που αυτό εφαρμόζεται στο πρόγραμμα του παιδιού από τον εργοθεραπευτή, κάτι αντίστοιχο πρέπει να γίνεται και στο σπίτι. Για τον λόγο αυτό μας ενδιαφέρει και το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού. Σε συνεργασία με τους γονείς οι στόχοι γίνονται ρεαλιστικοί, είναι κοινοί για όλους και σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι δυνατόν να έχουμε αποτελέσματα.

Τι γίνεται στην περίπτωση που για κάποιους λόγους η υπερκινητικότητα δεν αξιολογηθεί ως πρόβλημα και δεν αντιμετωπιστεί; Θα είναι εις βάρος του παιδιού, όπου δεν θα μπορεί να παίξει οργανωμένα είτε μόνο του είτε με τα άλλα παιδιά και να ευχαριστηθεί. Θα είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει το σχολικό πρόγραμμα, πρακτικά και μόνο, από το να καθίσει στο θρανίο και να μπορέσει να συγκεντρωθεί, μέχρι να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η απόρριψη από τους συνομήλικους του συχνά δημιουργεί ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Η πορεία της ανάπτυξης ενός τέτοιου παιδιού είναι σαν μια ανοικτή ψαλίδα όπου όσο αυξάνεται το διάστημα και περνάει ο καιρός τόσο μεγαλώνουν τα χάσματα και τα κενά τα οποία δημιουργούνται σε όλους τους τομείς ανάπτυξης και που αργότερα θα πρέπει να καλύψει όταν θα φτάσει αντιμέτωπο με το σχολείο. Ήδη από την νηπιακή κιόλας ηλικία πολλά παιδιά εμφανίζουν διάφορα στοιχεία που έχουν σχέση με την διαταραχή της ανάπτυξης και που είναι δυνατόν να προσηλώνουν κάποια δυσλειτουργία του εγκεφάλου ή συγκεκριμένα στοιχεία διάσπασης και υπερκινητικότητας .
Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι συγκρίσεις με κάποια ίσως μεγαλύτερα αδέρφια σχετικά με το τι έκαναν κι αυτά όταν ήταν μικρότερα μπορεί να υποψιασθεί τους γονείς και από μόνοι τους να αναφερθούν σε κάποιον ειδικό. Επίσης μια πιθανή σύγκριση με συνομήλικα παιδιά μπορεί να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο παιδικός σταθμός είναι ίσως ένας άλλος χώρος όπου είναι δυνατόν να παρατηρηθούν και να παραπεμφθούν παιδιά με παρόμοιες δυσκολίες . Αποτελεσματικό μέτρο σύγκρισης, αν και εμπειρικό, είναι η ίδια η τάξη όπου αποκλίσεις από τους μέσους όρους συμπεριφοράς ή ικανοτήτων των παιδιών κινητοποιούν τον παιδαγωγό στο να ενημερώσει του γονείς και να ζητήσουν την άποψη ενός ειδικού.


Πηγή: Σωκράτης Μποκής, Εργοθεραπευτής

Βιβλιογραφία
J. Biederman, S. Faraone (1992). Attention-deficit hyperactivity disorder.The Lancet, Volume 366, Issue 9481, pp. 237-248
Cooper, J.R.; Bloom, F.E.; Roth, R.H. (1996) Dopamine. In: The biochemical basis of
neuropharmacology. Oxford University Press, New York, 293-351.

Labels:

0 Comments:

Post a Comment

<< Home