Tuesday, April 24, 2007


Τι είναι τα ψυχομετρικά τεστ


Η απόκτηση μετρήσεων στην ψυχολογία στοχεύει στην αριθμητική έκφραση χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων των ατόμων σύμφωνα με σταθμισμένους ή τυποποιημένους κανόνες.
Ένα ψυχομετρικό τεστ θα μπορούσε να οριστεί ως μία διαδικασία που έχει ως σκοπό την συλλογή αντιπροσωπευτικών παρατηρήσεων που αφορούν ψυχολογικά ή μαθησιακά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες του ατόμου (Anastasi, 1982).
Η αξιολόγηση του ατόμου γίνεται βάσει μίας διαδικασίας συλλογής πληθώρας παρατηρήσεων και βάσει της εμπειρίας του εξεταστή.

Συνηθισμένες χρήσεις των ψυχομετρικών τεστ είναι:
1. επιλογή και τοποθέτηση - Ο εξεταστής μπορεί να προωθήσει ή να απωθήσει ένα άτομο προς ή από έναν προεπιλεγμένο στόχο ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του.
2. διάγνωση και αποκατάσταση - Αξιολογώντας τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του ατόμου, ο στόχος είναι η βελτίωση της απόδοσης και της λειτουργίας του.
3. ανατροφοδότηση, μετά την γνώση των αποτελεσμάτων - Σε τεστ που καθορίζονται από νόρμες, τα άτομα συγκρίνονται μεταξύ τους και το τεστ σταθμίζεται από άτομα παρόμοια με αυτά που θα δοθεί στο μέλλον. Σε αυτά τα τεστ οι διαφορές των ατόμων μεγιστοποιούνται : διαφορετικά σκορ ερμηνεύονται ως διαφορές στις ικανότητες των ατόμων. Χρησιμοποιούνται όταν το εξεταζόμενο αντικείμενο δεν έχει ‘αθροιστική’ φύση, π.χ. στην μέτρηση της νοημοσύνης, το εξεταζόμενο αντικείμενο δεν αφορά ένα συγκεκριμένο επίπεδο της ικανότητας του ατόμου, σε διαδικασίες επιλογής (το άτομο με την μεγαλύτερη απόδοση) και όταν το αντικείμενο εξέτασης αφορά την πρόβλεψη της επιτυχίας σε αυτό. Σε τεστ που καθορίζονται από κριτήρια και τα άτομα συγκρίνονται βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων χρησιμοποιούνται σε αντικείμενα αθροιστικών ικανοτήτων (π.χ. στην μέτρηση απόδοσης στο εργασιακό περιβάλλον, στην γνώση ξένων γλωσσών), όταν δηλαδή επιβάλλεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο ικανότητας και σε συγκεκριμένες διαγνωστικές δοκιμασίες.
4. επαλήθευση ή ανάπτυξη θεωρητικών θέσεων (π.χ. στην πειραματική ψυχολογία).

Σημαντικό στοιχείο των ψυχολογικών τεστ είναι η προσπάθεια συσχέτισης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών (τάσεις, ικανότητες, ενδιαφέροντα) με άλλα χαρακτηριστικά (συμπεριφορά). Ο συντελεστής συσχέτισης είναι ο αριθμός που δίνει μία ένδειξη για την δύναμη μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο χαρακτηριστικά. Η κατανόηση της έννοιας της συσχέτισης και η δυνατότητα υπολογισμού του συντελεστή συσχέτισης είναι σημαντική στην μελέτη των τεστ και των αξιολογήσεων.

Συσχέτιση είναι η έκφραση του βαθμού στον οποίο δύο ή περισσότερες μεταβλητές μεταβάλλονται. Ο συντελεστής συσχέτισης είναι ο αριθμητικός δείκτης που εκφράζει τον βαθμό και την κατεύθυνση συσχέτισης μεταξύ δύο μεταβλητών. Συμβολίζεται και κυμαίνεται μεταξύ 0 και ± 1.
Η συσχέτιση συχνά συγχέεται με την αιτιότητα. Πρέπει να τονισθεί ότι ο συντελεστής συσχέτισης είναι απλώς ένας δείκτης της σχέσης δύο μεταβλητών. Παρ’ότι η συσχέτιση δεν υπαινίσσεται αιτιότητα, υπάρχει μία συνέπεια στην πρόβλεψη: αν γνωρίζουμε ότι υπάρχει υψηλή συσχέτιση μεταξύ Χ και Υ μπορούμε να προβλέψουμε με ποικίλους βαθμούς ακρίβειας, εξαρτώμενους από άλλους παράγοντες, την τιμή της μιας από αυτές τις μεταβλητές εάν γνωρίζουμε την τιμή της άλλης.
Η έννοια του ‘στατιστικά σημαντικού’ αποτελέσματος υπεισέρχεται όταν ο ερευνητής ενδιαφέρεται να μάθει κατά πόσο ο συντελεστής συσχέτισης του δείγματος του είναι σημαντικά μεγαλύτερος από μηδέν και εκφράζει μικρή πιθανότητα λάθους στην γενίκευση του συγκεκριμένου συντελεστή στον πληθυσμό. Π.χ. η αναφορά ότι η συσχέτιση είναι σημαντική με στάθμη σημαντικότητας 0,05 σημαίνει ότι η πιθανότητα το αποτέλεσμα να οφείλεται στην τύχη περιορίζεται στο 5%.


Τα χαρακτηριστικά ενός καλού ψυχομετρικού τεστ είναι:
1. Σταθερές διαδικασίες χορήγησης του τεστ και βαθμολόγησης των αποτελεσμάτων. Πρέπει να υπάρχει ένας αντικειμενικός βαθμός δυσκολίας (ένας τρόπος καθορισμού του είναι και η ανάλυση στοιχείων) για το τεστ.
2. Στάθμιση του τεστ. Η διαδικασία απόδοσης ενός τεστ σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα εξεταζόμενων για να διατυπωθούν πρότυπα αναφέρεται ως ‘στάθμιση του τεστ’. Ένα τεστ είναι σταθμισμένο όταν έχουν ακολουθηθεί συγκεκριμένες διαδικασίες για την επίδοση και τη βαθμολόγηση του. Αλλά πως δημιουργούνται τα πρότυπα; Και σε ποιους; Κατά την διαδικασία ανάπτυξης ενός τεστ, ο ερευνητής αναζητά μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων - τον ‘πληθυσμό’ πάνω στον οποίο το τεστ θα εφαρμοστεί. Αυτός ο πληθυσμός είναι το σύνολο των ατόμων με ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό. Αυτό το κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να είναι οτιδήποτε, από ‘τελειόφοιτος λυκείου που επιθυμεί να πάει στο πανεπιστήμιο’ έως ‘τα 16 αγόρια και κορίτσια στον παιδικό σταθμό’ ή ‘οι νοικοκυρές με πρωταρχική ευθύνη για τις αγορές του νοικοκυριού που αγόρασαν παυσίπονα κατά του πονοκεφάλου, άνευ συνταγής κατά το τελευταίο δίμηνο.’ Ο κατασκευαστής του τεστ επιλέγει από τον γενικό πληθυσμό ένα δείγμα που θεωρείται αντιπροσωπευτικό του συνόλου. Ως αναφορά το μέγεθος αυτού του δείγματος, θεωρητικά όσο πιο πολύ πλησιάζει το μέγεθος του πληθυσμού τόσο μικρότερη πιθανότητα λάθους λόγω μικρού μεγέθους στο δείγμα υπάρχει. Υποσύνολα ή υποομάδες του γενικότερου πληθυσμού που διαφέρουν από αυτόν σε μερικά χαρακτηριστικά του πρέπει να αντιπροσωπεύονται στο συγκεκριμένο δείγμα.
Η διαδικασία επιλογής του δείγματος μερικές φορές γίνεται με δύο τρόπους: με την μέθοδο προεπιλογής ή με το συμπτωματικό δείγμα. Η μέθοδος προεπιλογής βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που θεωρεί ο κατασκευαστής ότι αντιπροσωπεύουν τον πληθυσμό έχει το μειονέκτημα ότι το προεπιλεγμένο δείγμα μπορεί τελικά να μην αντιπροσωπεύει τον πληθυσμό στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θέλει να μετρήσει το τεστ. Το συμπτωματικό δείγμα έχει να κάνει με τα άτομα εκείνα που ο κατασκευαστής θεωρεί εύκαιρα: π.χ. όλους τους πρωτοετείς της ψυχολογίας. Η γενίκευση τέτοιων αποτελεσμάτων πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
Οι βαθμοί αυτού του αντιπροσωπευτικού δείγματος, που αποκαλείται δείγμα στάθμισης, είναι εκείνοι που χρησιμοποιούνται ως πλαίσιο αναφοράς για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Συνήθως , οι τιμές αυτές ορίζονται ως πρότυποι ή τυπικοί βαθμοί (νόρμες) ( Heiden & Hersen, 1995) και αποδίδονται στατιστικά ως τιμές κεντρικής τάσης ή μεταβλητότητας.

3. Αξιοπιστία.
Η αξιοπιστία του τεστ αναφέρεται στην σταθερότητα και την συνέπεια των αποτελεσμάτων του. Ο συντελεστής αξιοπιστίας είναι μία ένδειξη αξιοπιστίας. Στατιστικά σημαίνει την αναλογία του ‘πραγματικού’ σκορ του τεστ και της συνολικής διακύμανσης Αν η συνολική διακύμανση ισούται με το άθροισμα της αληθινής διακύμανσης (της διακύμανσης δηλ. που οφείλεται σε πραγματικές διαφορές του δείγματος) και της τυχαίας διακύμανσης (της διακύμανσης που οφείλεται σε τυχαίους παράγοντες), ο όρος ‘αξιοπιστία’ αναφέρεται στο ποσοστό της συνολικής διακύμανσης που οφείλεται στην αληθινή διακύμανση. Περιληπτικά, αξίζει να αναφερθούν οι λόγοι των τυχαίων διακυμάνσεων. Πρώτος λόγος είναι το περιεχόμενο του τεστ. Η τυχαία διακύμανση μπορεί να προέλθει από τον επηρεασμό του σκορ του εξεταζόμενου από το είδος του υλικού στο οποίο εξετάζεται καθώς και από τον τρόπο που έχει δομηθεί το συγκεκριμένο υλικό. Ο δεύτερος λόγος τυχαίας διακύμανσης εμφανίζεται κατά την διαδικασία χορήγησης του τεστ: οι συνθήκες χορήγησης (π.χ. το δωμάτιο, ο φωτισμός, ο θόρυβος, ή ακόμα και η γραφική ύλη και οι κόλλες απαντήσεων ) επηρεάζουν την προσοχή ή τα κίνητρα του ατόμου, η φυσική και ψυχολογική κατάσταση του ατόμου - π.χ. το ποσοστό άγχους του εξαιτίας του τεστ, ένα απλό κρυολόγημα, ή ακόμα και προηγούμενες εμπειρίες από άλλα τεστ, και παράγοντες που έχουν να κάνουν με τον εξεταστή - η παρουσία ή η απουσία του, η εμφάνιση του, η εκπαίδευση και ο ‘επαγγελματισμός’ του. Τρίτος λόγος είναι η διαδικασία βαθμολόγησης. Όσο λιγότερα αντικειμενική είναι η βαθμολόγηση - περιλαμβάνει δηλαδή και την κρίση ενός εξεταστή εκτός από αντικειμενικές τιμές, πράγμα πολύ συχνό ακόμα και στα πιο αντικειμενικά συστήματα βαθμολόγησης - τόσες μεγαλύτερες και οι πιθανότητες τυχαίας διακύμανσης.

4. Εγκυρότητα.
Σημαίνει τον βαθμό στον οποίο οι μετρήσεις αντιστοιχούν σε ορισμένα κριτήρια ή τον βαθμό στον οποίο οι δοκιμασίες μετρούν τα προς μέτρηση μεγέθη.
Καταρχήν, ένα τεστ πρέπει να έχει φαινομενική εγκυρότητα: είναι το είδος της εγκυρότητας που ασχολείται περισσότερο με την άποψη του εξεταζόμενου παρά του κατασκευαστή του τεστ. Βασικά, έχει να κάνει με τις ‘δημόσιες σχέσεις’ του τεστ. Θα μπορούσε να οριστεί ως ο βαθμός στον οποίο ένα τεστ φαίνεται να μετράει αυτό που είναι σχεδιασμένο να μετράει. Ο κίνδυνος της χαμηλής φαινομενικής εγκυρότητας είναι ότι επηρεάζει αρνητικά τον βαθμό συνεργασίας με τον εξεταζόμενο αλλά και τα κίνητρα του να συμμετέχει στο τεστ.

Η ανάλυση περί εγκυρότητας θα ήταν ημιτελής εάν δεν υπάρξει αναφορά στην έννοια της μεροληψίας ή υποκειμενικότητας ενός τεστ. Η έννοια της μεροληψίας στην ψυχομετρία έχει να κάνει με την ύπαρξη ενός παράγοντα μέσα στο ίδιο το τεστ που εμποδίζει συστηματικά την αντικειμενική μέτρηση. Η συστηματική επίδραση αυτού του παράγοντα είναι και η καθοριστική παράμετρος της υποκειμενικότητας του τεστ σε αντιπαράθεση με τις τυχαίες πηγές λάθους: εάν, για παράδειγμα, ένα τεστ συστηματικά προβλέπει χαμηλότερους ή υψηλότερους βαθμούς για μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων σε σχέση με ένα συγκεκριμένο κριτήριο ή εάν συστηματικά αποδίδει διαφορετικούς βαθμούς εγκυρότητας σε άτομα διαφορετικών ομάδων. Ένα τεστ μπορεί να θεωρηθεί μεροληπτικό όταν ένα ποσοστό της διακύμανσης του μπορεί να αποδοθεί σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με την απόδοση στο συγκεκριμένο κριτήριο, με αποτέλεσμα μία συγκεκριμένη ομάδα ατόμων να αποδίδει συστηματικά διαφορετικά από τις άλλες. Η πρόληψη κατά την διάρκεια δημιουργίας του τεστ είναι η καλύτερη λύση, αν και μερικοί ερευνητές αναφέρουν ‘συνταγές διόρθωσης’, όπως ο υπολογισμός των μεταβαλλόμενων πραγματικών τιμών (Cohen et al, 1992).

5. Ένα καλό τεστ πρέπει να προϋποθέτει την ύπαρξη ικανών εξεταστών για την χορήγηση και την αξιολόγηση του. Αυτό γίνεται με εκπαίδευση και εποπτεία. Ο παράγοντας του εξεταστή φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο: στην δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης με τον εξεταζόμενο και άρα και στα κίνητρα του κατά την ώρα της εξέτασης, στο άγχος λόγω της διαδικασίας - ο υψηλός δείκτης στρες σχετίζεται με μειωμένη απόδοση - αλλά και στ5ην προετοιμασία του εξεταζόμενου για την εμπειρία του τεστ. Εδώ ο εξεταστής κινδυνεύει να μεταβιβάσει τις προσδοκίες του στον εξεταζόμενο αλλά μπορεί και να τον προετοιμάσει πάνω στην διαδικασία της εξέτασης.

6. Εξασφάλιση προφύλαξης του περιεχομένου του τεστ: Τα τεστ δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται όσον αφορά το περιεχόμενο τους γιατί θίγεται η εγκυρότητα τους.

Η χρήση των τεστ διαφέρει ανάλογα με τον σκοπό της χρήσης του, το πληθυσμό στον οποίο στοχεύει αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται. Ενδεικτικά, παρατίθενται τα αποτελέσματα έρευνας στις Ηνωμένες Πολιτείες (Cohen et al, 1992) πάνω στην πιο συχνή χρήση τεστ σε συνάρτηση με τέσσερα πλαίσια διεξαγωγής της ψυχομετρικής διαδικασίας: το σχολείο, την ιδιωτική πρακτική, τα εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων και κατά την διάρκεια νοσηλείας. Στα δείγματα που ρωτήθηκαν για την χρήση των τεστ περιλαμβάνονται: ένα εθνικό δείγμα σχολικών ψυχολόγων, ένα δείγμα μελών του Αμερικανικού Συλλόγου Ψυχολόγων ειδικευμένο στην αξιολόγηση ενηλίκων, ένα δείγμα από άτομα που εφαρμόζουν ψυχομετρικές μεθόδους σε εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων και ένα δείγμα που εκπροσωπεί οξείες συνθήκες νοσηλείας. Με σειρά προτεραιότητας:

Σχολείο Ιδιωτική Πρακτική Εξωτερικά Ιατρεία Νοσηλεία
1.WISC-R WAIS-R/WAIS MMPI MMPI
2.Bender-Gestalt MMPI WAIS-R Rorschach
3.WRAT Rorschach Bender-Gestalt WAIS-R/WISC-R
4.VMI WRAT-R/WRAT WISC-R/WPPSI TAT
5.PIAT TAT HFD Bender-Gestalt

WISC-R: Wechsler Intelligence Scale for Children - Revised
WAIS-R: Wechsler Adult Intelligence Scale - Revised
WRAT: Wide Range Achievement Test
VMI: Developmental Test of Visual Motor Integration
PIAT: Peabody Individual Achievement Test
MMPI: Minnesota Multiphasic Personality Inventory
TAT: Thematic Apperception Test
WPPSI: Wechsler Preschool and Primary Scale of Intelligence Scale for Children.
HFD: Human Figure Drawing

Η χρήση των ψυχολογικών τεστ στην Ελλάδα φαίνεται να εμποδίζεται από την έλλειψη στάθμισης πολλών από αυτά. Φαίνεται επίσης ότι δεν υπάρχει ένας ενιαίος φορέας στάθμισης αλλά η συγκεκριμένη υποχρέωση διαμοιράζεται τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Δεν χρειάζεται να τονισθεί περισσότερο η ανάγκη συγκέντρωσης και αξιολόγησης της χρήσης των συγκεκριμένων τεστ. Η έλλειψη επιστημονικών δημοσιεύσεων είναι χαρακτηριστική και δυσκολεύει το έργο. Είναι όμως αναγκαία η ύπαρξη ενός φορέα, που θα καθοδηγήσει, και ενδεχομένως, θα τεκμηριώσει την χρήση των ψυχομετρικών τεστ στην Ελλάδα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Anastasi, A. (1982). Psychological Testing. NY: Macmillan Publishing.
Cohen, R.J., Swerdlik, M.E. & Smith D.K. (1992). Psychological Testing and Assessment. California:Mayfield Publishing Company.
Heiden, L.A. & Hersen, M. (1995) Εισαγωγή στην Κλινική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα

Labels:

0 Comments:

Post a Comment

<< Home